- ἐπιχειρητική
- ἐπιχειρητικόςinfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιχειρητικός — ἐπιχειρητικός, ή, όν (Α) [επιχειρητής] 1. ο έτοιμος να επιχειρήσει κάτι, επιθετικός 2. αποδεικτικός («ἐπιχειρητική δύναμις») 3. αυτός που προσπαθεί να αποδείξει κάτι … Dictionary of Greek